κρατοῦντας

κρατοῦντας
κρατέω
to be strong
pres part act masc acc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος Ε’ — (Γεώργιος Αγγελόπουλος, Δημητσάνα, Αρκαδία 1746 – Κωνσταντινούπολη 1821). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γ., μολονότι καταγόταν από φτωχή οικογένεια, κατάφερε να σπουδάσει, αρχικά στο σχολείο της πατρίδας του και αργότερα στις σχολές της Αθήνας …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ПСИХАИТ — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Ψυχαΐτης] (2 я пол. VIII нач. IX в.), прп., исп. (пам. 26 мая; пам. греч. 7 мая). Основным источником сведений об И. П. является анонимное Житие (BHG, N 896), составленное монахом, современником святого. Оно сохранилось в 2… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”